χαλκοκράς

χαλκοκράς
χαλκο-κράς, ᾶτος, , , = foreg., IG22.1424
A a.95, 1425.91;

νόμισμα Hsch.

, Choerob.in Theod. 1.132, al.; on the accent v. Hdn.Gr.1.51, al.
II copper-headed, i.e. bronze-tipped, of missiles, Tim.Pers.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόκρατος — ον, Α χαλκόκρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρατος (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. ἄ κρατος, εὔ κρατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”